- ομόφρων
- -ον (ΑΜ ομόφρων, -ον)αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.)νεοελλ.ως ουσ. ο, η ομόφρωνα) ομοϊδεάτης, οπαδός τής ίδιας μερίδας ή τού ίδιου κόμματοςβ) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόφρωνγένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.επίρρ...ομοφρόνως (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. ὁμοφρονέως)με ομοφροσύνη, ομόφωνα, με την ίδια γνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.